αντιπαράταξη

αντιπαράταξη
η (AM ἀντιπαράταξις)
εχθρική στάση, αντιμετώπιση και αντίκρουση
αρχ.-μσν.
σταθερή, ανένδοτη αντίσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιπαράταξη — η η παράταξη εναντίον εχθρικής παράταξης: Οι αντάρτες είχαν πια αρχίσει να δίνουν με τους κατακτητές και μάχες κατά αντιπαράταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αντίταξις — ἀντίταξις, η (Α) 1. αντιπαράταξη 2. αντίθεση, αντίδραση …   Dictionary of Greek

  • αντεξαγωγή — η (Α ἀντεξαγωγή) νεοελλ. εξαγωγή προϊόντων για να επιτευχθεί ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών αρχ. αντίθεση, αντιπαράταξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”